- ὑδρόμυλος
- ὑδρό-μυλος, ὁ, u. ὑδρο-μύλη, ἡ, die Wassermühle
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδρόμυλος — Οικισμός (υψόμ. 20), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντζή. * * * ο / ὑδρόμυλος, ΝΜΑ μύλος κινούμενος με την ενέργεια τής ροής ή τής πτώσης νερού, νερόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μύλος] … Dictionary of Greek
υδρόμυλος — ο μύλος υδροκίνητος, που κινείται με τη ροή ή την πτώση νερού, νερόμυλος (πρβλ. κυλινδρόμυλος, ανεμόμυλος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρομύλη — ἡ, ΜΑ υδρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρόμυλος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
υδρομύλιον — τὸ, Μ [υδρόμυλος] υδρόμυλος … Dictionary of Greek
νερόμυλος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. * * * ο 1. μύλος άλεσης δημητριακών που κινείται με τη δύναμη τρεχούμενου νερού, υδρόμυλος 2. το οικοδόμημα που στεγάζει την εγκατάσταση αυτή … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδραλέτης — ὁ, Α 1. υδρόμυλος 2. τεχνικός που εργάζεται σε υδρόμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αλέτης (< ἀλῶ «αλέθω»), πρβλ. κεγχρ αλέτης] … Dictionary of Greek
υδραλετία — ἡ, Α [υδραλέτης] (κατά τον Ησύχ.) «ὑδρόμυλος» … Dictionary of Greek
Φραντζής — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Βρίσκεται N της Λαμίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (20 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Υδρόμυλος (υψόμ. 20 μ.) και τα Ζακαίικα (υψόμ. 60 μ.) … Dictionary of Greek
νερόμυλος — ο μύλος που κινείται με νερό, αλλ. υδρόμυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)